- υπέργειος
- -α, -ο / ὑπέργειος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τής γής, πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους («υπέργειος βλαστός»)2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη»)μσν.το αρσ. ως ουσ. oἱ υπέργειοιοι αντίθετοι προς τους αντίποδεςαρχ.αυτός που φαίνεται πάνω από τον ορίζοντα.επίρρ...ὑπεργείως Μπάνω από τη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -γειος (< γῆ*), πρβλ. ἐπί-γειος, κατά-γειος].
Dictionary of Greek. 2013.